top of page
Search

Οπτική του Kant για τον Χώρο και τον Χρόνο

Εισαγωγή


Ιμμάνουελ Καντ

Δύο πτυχές των απόψεων του Καντ για το χώρο και το χρόνο είναι άμεσα εμφανείς: αυτές θεωρούνται ευρέως ως κεντρικές για την λεγόμενη κριτική φιλοσοφία του Καντ, και δεν υπάρχει συναίνεση σχετικά με το πώς θα έπρεπε να χαρακτηριστούν και να εξηγηθούν. Η επίτευξη του στόχου αυτής της εργασίας είναι να φέρει κάποια σαφήνεια στις απόψεις του Καντ τοποθετώντας τα, ιστορικά και φιλοσοφικά μέσα στο περιβάλλον στις κεντρικές συζητήσεις σχετικά με το χώρο και το χρόνο στις αρχές της σύγχρονης περιόδου, ιδιαίτερα στον αιώνα ανάμεσα στην πρώτη έκδοση του Principia του Νεύτωνα το 1687 και τη δημοσίευση της δεύτερης έκδοσης της κριτικής του Καθαρού Λόγου το 1787. Όμως, η δυσκολία κατανόησης απόψεων του Καντ δίνει στους σχολιαστές του έναν λόγο να δώσουν μεγαλύτερη έμφαση στα συμφραζόμενα, θα ήθελα να υπογραμμίσω ιδιαίτερα τις αντιδράσεις του Καντ για τους σημαντικότερους προκατόχους του σε αυτόν τον τομέα, τους Λάιμπνιτς και Νεύτωνα. Ακολουθώντας την παράδοση και σε κάποιο βαθμό τα βήματα του Καντ, θα δοθεί έμφαση επίσης, για το διάστημα και των παραστάσεών μας στο χώρο και παράλληλα τα σημεία σχετικά με τον χρόνο και την παραστάσεών της.

Στο πλαίσιο της ερμηνείας των απόψεων του Καντ σχετικά με το χώρο και το χρόνο, υπάρχουν μια σειρά από φιλοσοφικά ερωτήματα που είναι σχετικές. Ο ίδιος ο Καντ παρέχει μια λιτανεία από αυτές τις ερωτήσεις ή θέματα στην Εναρκτήρια Διατριβή του το 1770, ένα κείμενο στο οποίο έσπασε με τα προηγούμενα του σε γενικές γραμμές «Λαιμπνιτζιανές» θεωρίες από την λεγόμενη πρώιμη κριτική του.

Ο Καντ γράφει: «Ο χώρος δεν είναι κάτι το αντικειμενικό και πραγματικό, ούτε ουσία, ούτε ένα ατύχημα, ούτε μια σχέση, αντί να είναι μια υποκειμενική και ιδανικά και προέρχεται από τη φύση του νου σε συμφωνία με ένα σταθερό νόμο ως καθεστώς, όπως ήταν, για το συντονισμό πάντα αισθάνθηκε εξωτερικά». [*]

Σε αυτή την πρόταση, θα βρούμε μια λίστα των πολλών σημαντικών πρώιμων σύγχρονων ερωτημάτων σχετικά με τον χώρο. Είναι ο χώρος «πραγματικός», ή «ιδεαλιστικός» κατά κάποιο τρόπο; Είναι μια ουσία από μόνη της, ή απλώς μια ιδιότητα κάποιας ουσίας; Είναι κατά κάποιον τρόπο εξαρτώμενη από τις σχέσεις μεταξύ των αντικειμένων, ή ανεξάρτητη αυτών των σχέσεων; Και τέλος, πώς αυτά τα ζητήματα τέμνονται μεταξύ τους; Υπάρχει το ζήτημα της οντολογίας του χώρου και του χρόνου που λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο αυτό που ο Καντ θεωρείται ως η δογματική μεταφυσική του 17ου αιώνα. Το έργο αυτού του πλαισίου θα μπορούσε να υποδηλώνει ότι εάν ο χώρος και ο χρόνος είναι να υπάρχουν, ή να χαρακτηρίζουν το φυσικό κόσμο, θα πρέπει να θεωρηθεί είτε ουσίες από μόνες τους ή αλλιώς ιδιότητες κάποιας ουσίας. Καμία επιλογή δεν φαίνεται ιδιαιτέρως ελκυστική, ο χώρος και ο χρόνος φαίνεται να διακρίνεται από ουσίες, επειδή είναι αιτιακά αδρανή, αιτιολογικά απρόσιτα – οι πτυχές ή οι ιδιότητές τους δεν μπορούν να τροποποιηθούν από την αλληλεπίδραση με οποιαδήποτε άλλη ουσία ανεπαίσθητα. Από τη στιγμή που συχνά θεωρούνται ως άπειρα, άλλωστε κάποιοι στοχαστές αμφιβάλουν ότι θα μπορούσαν να είναι ουσίες, όπως ο Θεός θεωρείται συχνά ως η μόνη άπειρη ουσία (ο Ντεκάρτ μπορεί να έχει συλλάβει τον χώρο ως «αόριστου χρόνο» γι' αυτό το λόγο). Για να σκεφτούμε το χώρο και το χρόνο ως ιδιότητες του Θεού πρέπει δυνητικά να θεωρήσουμε τον Θεό ως χωροχρονικό, το οποίο απαγορεύεται από την άποψη πολλών διανοητών του 17ου αιώνα. ________________________________________________ [*]:KantsgesammelteSchriften, (Ak 2: 403)


Οι αναπαραστάσεις μας στο χώρο και το χρόνο


Το μέρος του έργου του Καντ που παρουσιάζει σπουδαιότητα για τη σύγχρονη φυσική, περιέχεται στην «Κριτική του καθαρού λόγου». Ο Καντ θέτει το ερώτημα, αν η γνώση μπορεί να βασίζεται μόνο στην εμπειρία ή αν μπορεί να προέρχεται κι από άλλες πηγές, και φθάνει στο συμπέρασμα, πως τουλάχιστο εν μέρει η γνώση μας προέρχεται «a priori» κι επομένως όχι από την εμπειρία. Γι αυτό κάνει διάκριση ανάμεσα στην εμπειρική γνώση και στη γνώση «a priori». Ταυτόχρονα κάνει διάκριση ανάμεσα στις αναλυτικές και συνθετικές προτάσεις. Οι αναλυτικές προτάσεις βγαίνουν απλώς από τη λογική, και η άρνησή τους θα οδηγούσε σε εσωτερικές αντιφάσεις. Οι προτάσεις, που δεν είναι αναλυτικές ονομάζονται συνθετικές.

Ποιο είναι κατά τον Καντ το κριτήριο για το ότι η γνώση είναι «a priori»; Ο Καντ συμφωνεί με τους εμπειριστές στο ότι όλες οι γνώσεις αρχίζουν με την εμπειρία. Προσθέτει όμως, πως δεν βγαίνουν εν τούτοις πάντα από την εμπειρία. Η εμπειρία μας μαθαίνει πως ένα ορισμένο πράγμα έχει για παράδειγμα αυτές και αυτές τις ιδιότητες, αλλά δεν μας μαθαίνει, πως δεν θα μπορούσε καθόλου να είναι αλλιώς. Όταν λοιπόν μια πρόταση, όπως λέει ο Καντ, τη σκεπτόμαστε πάντοτε ταυτόχρονα με την αναγκαιότητά της, δηλαδή όταν δεν μπορούμε να φανταστούμε το αντίθετό της, τότε αυτή οφείλει να είναι a priori.

Η εμπειρία δεν δίνει ποτέ στις κρίσεις μας απόλυτη γενικότητα. Η φράση π.χ. «Ο ήλιος ανατέλλει κάθε πρωί» σημαίνει, πως από το παρελθόν δεν γνωρίζουμε καμιάν εξαίρεση σ’ αυτόν τον κανόνα. Αν μια κρίση διατυπώνεται με απόλυτη γενικότητα, αν είναι αδύνατο να φανταστούμε μια εξαίρεση, τότε αυτή είναι υποχρεωτικά a priori. Ακόμα κι όταν ένα παιδί μαθαίνει να μετράει παίζοντας με μικρές μπάλες, δεν είναι υποχρεωμένο να ανατρέξει στην εμπειρία για να αντιληφθεί πως δυο και δυο κάνουν τέσσερα. Τέτοιες κρίσεις είναι αναλυτικές. Οι εμπειρικές γνώσεις από την άλλη μεριά είναι συνθετικές.

Γι’ αυτό ένα από τα κεντρικά ερωτήματα του Καντ είναι: «Είναι δυνατές οι συνθετικές κρίσεις a priori;». Ο Καντ προσπαθεί να το αποδείξει αυτό δίνοντας παραδείγματα, στα οποία τα παραπάνω κριτήρια φαίνονται να εκπληρώνονται. Ο χώρος και χρόνος είναι, όπως λέει, a priori μορφές της καθαρής εποπτείας.


Στην περίπτωση του χώρου δίνει τα παρακάτω μεταφυσικά επιχειρήματα:

1. Ο χώρος δεν είναι εμπειρική έννοια, που συνάγεται από εξωτερικές εμπειρίες. Γιατί, για να μπορούν συγκεκριμένα αισθήματα ν’ αναφερθούν σε κάτι έξω από μένα, πρέπει να υπάρχει ήδη σα βάση η αντίληψη του χώρου.

2. Ο χώρος είναι μια αναγκαία αντίληψη a priori, στην οποία βασίζονται όλες οι εξωτερικές εποπτείες. Δεν μπορεί ποτέ να φανταστεί κανείς πως δεν υπάρχει χώρος, αν και μπορούμε να φανταστούμε ότι δεν υπάρχει τίποτε μέσα στο χώρο.

3. Ο χώρος δεν είναι συμπερασματική ή, όπως λένε, γενική έννοια για οποιεσδήποτε σχέσεις των πραγμάτων, αλλά μια καθαρή εποπτεία. Γιατί κατ’ αρχή μόνον έναν ενιαίο χώρο μπορεί να φανταστεί κανείς, κι όταν μιλάει κανείς για πολλούς χώρους εννοεί μ’ αυτό μονάχα τμήματα ενός και του αυτού μοναδικού χώρου.

4. Ο χώρος νοείται σαν ένα άπειρο μέγεθος. Κατά μια έννοια δεν μπορεί να νοηθεί σαν να περιείχε μέσα της ένα ατελείωτο πλήθος παραστάσεων. Κι εν τούτοις ο χώρος νοείται έτσι. Συνεπώς η πρωταρχική ιδέα για το χώρο είναι εποπτεία και όχι έννοια.


Στην περίπτωση του χρόνου δίνει τα παρακάτω μεταφυσικά επιχειρήματα:

1. Ο χρόνος δεν είναι έννοια εμπειρική που έχει προκύψει κατ’ αφαίρεση από κάποια εμπειρία. Αν η παράσταση του χρόνου δεν αποτελούσε a priori υποκείμενη βάση.

2. Ο χρόνος είναι μια αναγκαία παράσταση, που υπόκειται ως βάση σε όλες τις εποπτείες.

3. Σε αυτή την a priori αναγκαιότητα βασίζεται και η δυνατότητα αποδεικτικών αρχών που αναφέρονται στις σχέσεις χρόνου ή στα αξιώματα του χρόνου γενικά. Ο χρόνος έχει μια μόνο διάσταση, χρόνοι διάφοροι δεν υπάρχουν σύγχρονα αλλά διαδοχικά.

4. Ο χρόνος δεν είναι λογική ή όπως λένε καθολική έννοια αλλά καθαρή μορφή της κατ’ αίσθηση εμπειρίας. Διάφοροι χρόνοι δεν αποτελούν τίποτα άλλο παρά μόνο μέρη ενός και του αυτού χρόνου.

5. Η απειρότητα του χρόνου δεν σημαίνει τίποτα άλλο παρά ότι κάθε ορισμένο μέγεθος χρόνου είναι δυνατό μόνο κατόπιν περιορισμών ενός συγκεκριμένου χρόνου που υπόκειται ως βάση.


Συμπεράσματα από τις έννοιες του χώρου και του χρόνου:


Χώρος

• Ο χώρος δεν εκφράζει καμιά ιδιότητα από οποιαδήποτε πράγματα καθ΄εαυτά ούτε από αμοιβαίες σχέσεις πραγμάτων, ακόμη και αν κανένας έκανε αφαίρεση απ’ όλους τους υποκειμενικούς όρους της εποπτείας.

• Ο χώρος δεν είναι τίποτα άλλο παρά η μορφή όλων των φαινομένων των εξωτερικών αισθήσεων, ο υποκειμενικός όρος της αισθητικότητας που καθιστά δυνατή την εξωτερική εποπτεία.


Χρόνος

• Ο χρόνος δεν είναι που είναι αυθύπαρκτο ή αντικειμενικός προσδιορισμός των πραγμάτων και θα εξακολουθούσε να υπάρχει ακόμα και αν κάναμε αφαίρεση από όλους τους υποκειμενικούς όρους της εποπτείας τους.

• Ο χρόνος δεν είναι τίποτα άλλο παρά το είδος της εσωτερικής αίσθησης, της εποπτείας του εαυτού μας και της εσωτερικής μας κατάστασης.

• Ο χρόνος είναι a priori όρος που αναφέρεται στο είδος των πραγμάτων που αφορούν τα φαινόμενα.


Σύμφωνα με αυτά που αναλύσαμε παραπάνω για τον χώρο και τον χρόνο κατανοήσαμε ότι αυτά αφορούν την εμπειρική πραγματικότητα του χρόνου αρχικά, το αντικειμενικό του κύρος σε σχέση με τα αντικείμενα τα οποία αποτελούν τα δεδομένα των αισθήσεών μας. Όσο αφορά τον χώρο σίγουρα στηρίζουμε την εμπειρική πραγματικότητα αλλά δεχόμαστε και την υπερβατική ιδανικότητα του, ότι ο χώρος δεν είναι κάτι άλλο παρά αυτό που υπόκειται ως βάση στα πράγματα καθ’ εαυτά.


Επίλογος


Ο Καντ θεωρούσε όχι μόνο το χώρο και το χρόνο, αλλά και το νόμο της αιτιότητας και την έννοια της ουσίας a priori. Αργότερα προσπάθησε να συμπεριλάβει και το νόμο διατήρησης της ύλης, την ισότητα δράσης αντίδρασης, ακόμα και τον νόμο της βαρύτητας. Κανένας φυσικός δεν θα ήταν σήμερα πρόθυμος να ακολουθήσει εδώ τον Καντ, αν ο όρος “a priori” χρησιμοποιηθεί με το απόλυτο νόημα που της είχε δώσει ο Καντ. Στα μαθηματικά ο Καντ θεωρούσε την ευκλείδεια γεωμετρία ως a priori.

Και στην καντιανή φιλοσοφία επίσης ανέκυψε το δυσάρεστο ερώτημα, αν τα πράγματα «υπάρχουν πραγματικά», το οποίο κάποτε είχε δώσει, όπως είναι γνωστό, την αφορμή για την εμπειριοκρατική φιλοσοφία. Αλλά ο Καντ δεν ακολούθησε εδώ τη γραμμή του Berkeley και του Hume, παρότι που λογικά αυτό θα ήταν συνεπές. Διατήρησε στη φιλοσοφία του την έννοια «πράγμα καθ΄εαυτό» και χαρακτήρισε μ’ αυτό μια αιτία της αίσθησης, που ήταν διάφορη από την αίσθηση. Με τον τρόπο αυτό διατήρησε μια κάποια σύνδεση με το ρεαλισμό.

Aν συγκρίνει κανείς τις αντιλήψεις του Καντ με τα αποτελέσματα της σύγχρονης φυσικής, τότε φαίνεται με την πρώτη ματιά σαν η κεντρική του έννοια των “συνθετικών κρίσεων a priori” να είχε καταστραφεί ολότελα από τις φυσικοπιστημονικές ανακαλύψεις του αιώνα μας. Η θεωρία της σχετικότητας άλλαξε τις αντιλήψεις μας για τον χώρο και τον χρόνο, έφερε πραγματικά στο φως εντελώς καινούργια χαρακτηριστικά του χώρου και του χρόνου, από τα οποία δεν υπάρχει ούτε ίχνος στις a priori μορφές της καθαρής εποπτείας του Καντ. Ο νόμος της αιτιότητας δεν χρησιμοποιείται στη θεωρία των κβάντων ή εν πάσειπεριπτώσει δεν χρησιμοποιείται με τον ίδιο τρόπο όπως στην κλασική φυσική, και ο νόμος της διατήρησης της ύλης δεν είναι πια σωστός για τα στοιχειώδη σωματίδια. Φυσικά ο Καντ δεν μπορούσε να προβλέψει τις νέες ανακαλύψεις. Αλλά επειδή ήταν πεπεισμένος, πως οι ιδέες του θ’ αποτελούσαν οπωσδήποτε τη βάση για κάθε μεταφυσική του μέλλοντος, που αυτοονομάζεται επιστημονική, είναι ενδιαφέρον να δούμε που υπήρξαν σφαλερά τα επιχειρήματά του.

Σαν παράδειγμα ας αναζητήσουμε το νόμο της αιτιότητας. Ο Καντ λέει: «Όταν πληροφορούμαστε πως κάτι συμβαίνει, προϋποθέτουμε κάθε φορά, πως κάτι προηγείται, στο οποίο αυτό ακολουθεί σύμφωνα με ένα νόμο». Αυτή είναι, όπως ισχυρίζεται ο Καντ, η βάση για κάθε επιστημονική εργασία. Γι αυτή τη συζήτηση, ελάχιστα ενδιαφέρει αν μπορούμε ή όχι να βρίσκουμε πάντα το προηγούμενο φαινόμενο απ’ το οποίο απορρέει το άλλο. Πραγματικά, το βρίσκουμε πολύ συχνά, μα κι αν ακόμα είναι αδύνατο, τίποτε δεν μπορεί να μας εμποδίσει να ρωτάμε τι θα μπορούσε να είναι αυτό το προηγούμενο συμβάν και να ψάχνουμε γι αυτό. Μ’ αυτό τον τρόπο ο νόμος της αιτιότητας ανάγεται απλώς στη μέθοδο της επιστημονικής έρευνας. Είναι ο όρος, που καθιστά δυνατή γενικά την επιστήμη. Επειδή πραγματικά εφαρμόζουμε αυτή τη μέθοδο, ο νόμος της αιτιότητας είναι a priori και δεν συνάγεται από την εμπειρία.













Δημοσθένης Γκερλιώτης


Βιβλιογραφία:

· Hatfield, Gary, 2006. “Καντκαισύγχρονηφιλοσοφία”, cambridge university press

· Immanuel Kant, KantsgesammelteSchriften, (Ak 2: 403)

· Janiak Andrew, 2008, Newton as a philosopher (chapter 5), Cambridge university press.

· ImmanuelKant, Κριτική του Καθαρού Λόγου, μτφρ. Αναστάσιου Γιανναρά

· Parsons, Charles, 1992, “ΗΥπερβατικήΑισθητική”, The Cambridge Companion to Kant, Cambridge University press.

  • James Fieser,Prolegomena to Any Future Metaphysics, Αγγλικήμτφρ., βασισμένηστου Paul Carus's 1902 μετάφραση.

  • Immanuel Kant, Prolegomena


Φωτογραφικό Υλικό


 
 
 

Comments


bottom of page